Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

βρίσκομαι εις

  • 1 απορία

    η
    1) недоумение, сомнение, удивление;

    βρίσκομαι εις απορίαν — быть в недоумении;

    μαθαίνω κάτι μετ' απορίας — узнать что-л, с удивлением;

    2) затруднение, затруднительное положение;
    3) нужда, крайний недостаток, бедность;

    πιστοποιητικό απορίας — справка об отсутствии доходов;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > απορία

  • 2 αντίφαση

    [-ις (-εως)] η противоречие;
    περιπίπτω εις αντιφάσεις впадать в противоречие; давать противоречивые показания;

    βρίσκομαι ( — или έρχομαι) σε αντίφαση προς... — находиться в противоречии с..., противоречить (чему-л.)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αντίφαση

  • 3 μεσκουλ-

    η см. μουσμουλ- г μέσ||ο[ν] τό
    1) середина;

    στο μεσκουλ- τού δρόμου — посредине улицы;

    περί τα μεσκουλ-α των σπουδών — в середине учёбы;

    περί τα μεσκουλ-α τού μηνός — в середине месяца;

    2) (чаще πλ.) средство, способ;

    χρησιμοποιώ όλα τα μεσκουλ-α — использовать все средства;

    μεταχειρίζομαι παν μεσκουλ- — использовать любое средство, пользоваться любым способом;

    χρησιμοποιώ άτιμα μεσκουλ-α — пользоваться нечестными способами, неблаговидными средствами;

    3) πλ. средства, деньги, ресурсы;

    μεσκουλ-α συντήρησης — средства к существованию;

    δεν έχω τα μεσκουλ-α να πάω στα λουτρά — у меня нет средств, чтобы поехать на курорт;

    4) πλ. средства (для осуществления чего-л.);

    τα μεσκουλ-α (της) παραγωγής — средства производства;

    μεσκουλ-α συγκοινωνίας — средства сообщения, транспорт;

    μεσκουλ-α επικοινωνίας — средства связи;

    5) πλ. внутренности;
    6) (чаще πλ.) знакомства, связи; блат (прост.);

    έχω μεγάλα μεσκουλ-α — иметь большие знакомства, связи;

    διορίστηκε με μεσκουλ- ( — или με μέσα) — он получил назна- чение по знакомству;

    7):

    μεσκουλ-ω — или διά μεσκουλ-ου — через (в разн. знач);

    διά μεσκουλ-ου τού δάσους — через лес;

    μεταβαίνω στο Παρίσι μεσκουλ-ω Ρώμης — ехать в Париж через Рим;

    του το ανήγγειλα διά μεσκουλ-ου τού αδελφού του — я ему сообщил об этом через его брата;

    § βγάζω το ζήτημα εις το μεσκουλ- — выдвигать, ставить вопрос;

    έχω τα μεσκουλ-α να... — быть в состоянии (что-л, сделать);

    εν (τω) μεσκουλ-ω — среди, посреди;

    εν μεσκουλ-ω ημών — среди нас;

    βρίσκομαι εν μεσκουλ-ω εχθρών — находиться среди врагов;

    εν τω μεσκουλ-ω της νυκτός — посреди ночи

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μεσκουλ-

  • 4 στασιμότητα

    [-ης (-ητος)] η
    1) неподвижность; 2) перен. застой, депрессия;

    στασιμότητα της βιομηχανίας — застой в промышленности;

    βρίσκομαι σε στασιμότητα — находиться в состоянии застоя, депрессии;

    στασιμότητα επικρατεί εις το μέτωπον — на фронте затишье

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > στασιμότητα

См. также в других словарях:

  • είμαι — (AM εἰμί Α και αιολ. τ. ἐμμί Μ και εἶμαι) 1. υπάρχω, ζω («...ήταν ένας γέρος και μια γριά», «οὐκ ἐσθ οὗτος ἀνήρ οὐδ ἔσσεται» δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει) 2. (για πράγματα) υπάρχω, βρίσκομαι) («δεν είναι στάρι φέτος», «ὁ παράδεισος αὐτὸς …   Dictionary of Greek

  • γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… …   Dictionary of Greek

  • συνάπτω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνάπτω Α [ἅπτω] συνδέω, συνενώνω, συναρμόζω νεοελλ. 1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνημμένος, η, ο προσαρτημένος, ενωμένος με άλλον («συνημμένο έγγραφο») 2. φρ. α) «συνάπτω σχέσεις» i) δημιουργώ φιλικές σχέσεις, πιάνω φιλία… …   Dictionary of Greek

  • κείτομαι — και κοίτομαι (Μ κείτομαι και κείτουμαι και κείθομαι και κοίτομαι) 1. βρίσκομαι κάπου πλαγιασμένος, ξαπλωμένος, κείμαι 2. είμαι νεκρός, είμαι θαμμένος νεοελλ. είμαι άρρωστος, είμαι παράλυτος («κείτεται από 30 χρονών») μσν. 1. κοιμάμαι («τὰ… …   Dictionary of Greek

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… …   Dictionary of Greek

  • πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… …   Dictionary of Greek

  • σύνειμι — (I) και αττ. τ. ξύνειμι Α [εἰμί] 1. είμαι ή βρίσκομαι μαζί με κάποιον ή με κάτι 2. έχω σχέσεις, συναναστρέφομαι με κάποιον («τὸν νεανίσκον συνὼν διέφθορεν», Εύπ.) 3. συζώ με κάποιον («τοῑς φονεῡσι τοῡ πατρὸς ξύνειμι», Σοφ.) 4. συνουσιάζομαι 5.… …   Dictionary of Greek

  • κατέχω — (AM κατέχω) 1. έχω κάτι υπό την κατοχή μου, είμαι κύριος ενός πράγματος (α. «κατέχει το κτήμα» β. «κρατεῑν ὧν κατεσχήκασι κλήρων») 2. κρατώ υπό την εξουσία μου, εξουσιάζω (α. «ο εχθρός κατέχει την πόλη» β. «τὴν χρονώδη Θρῄκην κατέχει», Ευρ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • κάθομαι — και κάθουμαι και κάθημαι (AM κάθημαι, Α ιων. τ. κάτημαι, Μ και κάθομαι) 1. εδράζομαι στους γλουτούς, τοποθετούμαι σε εδραία θέση (α. «κάθομαι τρεις ώρες συνέχεια» β. «θρόνῳ κάθηται», Ευρ.) 2. κατοικώ, διαμένω, ζω, είμαι εγκατεστημένος (α.… …   Dictionary of Greek

  • περιίστημι — ΝΜΑ (μέσ. μόνον στην οριστ. αορ.) περιέστην περιπίπτω περιέρχομαι σε χειρότερη κατάσταση, καταντώ (α. «περιέστη σε αδιέξοδο» β. «τὰ πράγματα εἰς ὅπερ νυνὶ περιέστη» σ αυτό το σημείο που έχουν φτάσει τώρα τα πράγματα, Δημοσθ.) μσν. αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»